Το πλοίο τού Θησέα

1) Το παράδοξο του Θησέα είναι ένα φιλοσοφικό ερώτημα που απασχόλησε τους ανθρώπους από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Βασίζεται στο ερώτημα: Αν σε ένα αντικείμενο αντικατασταθούν σταδιακά όλα του τα μέρη το αντικείμενο παραμένει το ίδιο; Αν δεν παραμένει το ίδιο, πότε παύει να είναι ίδιο; Με την αντικατάσταση των μισών μερών του, περισσότερων από τα μισά ή λιγότερων και πόσων; Κι αν παραμένει το ίδιο πώς αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν όλα τα αρχικά κομμάτια έχουν σταδιακά χαθεί;

Το φιλοσοφικό ερώτημα ανέλυσε σε βάθος πρώτος ο Πλάτων. Άπαντες οι Έλληνες φιλόσοφοι έλαβαν θέση, ο Ηράκλειτος, ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης, αλλά και οι σύγχρονοι φιλόσοφοι όπως ο Τόμας Χομπς και ο Τζον Λοκ. Αυτός που το ανέδειξε και το έκανε διάσημο είναι ο Πλούταρχος, στην Πλουτάρχου Βίβλο «Θησεύς» [23.1] : 《τὸ δὲ πλοῖον ἐν ᾧ μετὰ τῶν ἠϊθέων ἔπλευσε καὶ πάλιν ἐσώθη, τὴν τριακόντορον, ἄχρι τῶν Δημητρίου τοῦ Φαληρέως χρόνων διεφύλαττον οἱ Ἀθηναῖοι, τὰ μὲν παλαιὰ τῶν ξύλων ὑφαιροῦντες, ἄλλα δὲ ἐμβάλλοντες ἰσχυρὰ καὶ συμπηγνύντες οὕτως ὥστε καὶ τοῖς· φιλοσόφοις εἰς τὸν αὐξόμενον λόγον ἀμφιδοξούμενον παράδειγμα τὸ πλοῖον εἶναι, τῶν μὲν ὡς τὸ αὐτό, τῶν δὲ ὡς οὐ τὸ αὐτὸ διαμένοι λεγόντων.》

《Τὸ δὲ πλοῖον του Θησέα (το οποίο απέπλευσε από την Αθήνα για την Κρήτη, το οποίο μετέφερε τους επτά νέους αθηναίους και τις επτά νέες αθηναίες που κάθε εννέα χρόνια στέλνονται στην Κρήτη για να θυσιάζονται στο Μινώταυρο), και πάλιν κατέπλευσε στην Αθήνα, με άπαντες, πλήρωμα και νεάνιδες διασωθέντες· το εν λόγω δε πλοίο, τὴν τριακόντορον του Θησέα, μέχρι και τοῦ Δημητρίου τού Φαληρέως τη διακυβέρνηση διεφύλαττον οἱ Ἀθηναῖοι (το πλοίο τού Θησέα οι Αθηναίοι διαφυλάττουν ως κειμήλιο για χίλια διακόσια χρόνια μετά τον Θησέα), τὰ μὲν παλαιὰ τῶν ξύλων ὑφαιροῦντες (τα φθαρμένα ξύλα του πλοίου αφαιρούσαν όταν η σήψη καθιστούσε αυτά σαθρά), ἄλλα δὲ ξύλα άφθαρτα και ἰσχυρὰ ἐμβάλλοντες καὶ κτίζοντες αυτά στο παλαιό σκαρί οὕτως ὥστε το πλοίο να παραμένει κατ’ όψη το ίδιο · με το πέρασμα δε των χρόνων και καθώς η αναλογία των ισχυρών ξύλων που αντικαθιστούν τα φθαρμένα αυξάνεται, των φιλοσόφων οι απόψεις διίστανται· διαφωνούν, αν αντίγραφο του παλαιού και αυθεντικού τὸ πλοῖον εἶναι, μερίδα μεν εξ αυτών υποστηρίζει ότι οντολογικά το πλοίο παραμένει ίδιο κατά την ουσία του με το αρχικό, μερίδα δε εξ αυτών, ότι το πλοίο είναι άλλο κατά την υπόστασή του από το αρχικό.》

Αργότερα το θέμα επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο από τον Τόμας Χομπς, που έθεσε έναν παλαιό Πλατωνικό προβληματισμό επικαιροποιώντας τον στο ερώτημα: «Τί θα γινόταν αν μετά την αντικατάσταση όλα τα παλιά κομμάτια συγκεντρώνονταν και επανατοποθετούνταν ώστε να δημιουργήσουν ένα δεύτερο πλοίο; Ποιο από τα δύο πλοία θα ήταν αυτό του Θησέα;» (τον προβληματισμό έθεσε πρώτος ο Πλάτων χρησιμοποιώντας – αντί του πλοίου τού Θησέα – το άρμα του Σωκράτη).

Όπως σε όλα τα φιλοσοφικά ερωτήματα, αναπτύχθηκαν πολλές προσεγγίσεις για να απαντήσουν, ωστόσο το παράδοξο παραμένει άλυτο και η απάντηση θα είναι πάντα υποκειμενική καθώς ουδείς διατύπωσε μια αντικειμενικά αποδεκτή λύση στο λογικό αυτό πρόβλημα.

Ο Ηράκλειτος εισήγαγε την έννοια της ποσοτικής και αριθμητικής ταύτισης (όταν 50% + 1 των μερών του πλοίου αντικαθίστανται το πλοίο είναι διαφορετικό κατά την υπόστασή του από το αρχικό). Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι υπάρχουν 4 αιτίες που χαρακτηρίζουν ένα αντικείμενο, η μορφή, το υλικό, η χρήση και ο τελικός σκοπός (ακόμη κι αν όλα τα μέρη του πλοίου αντικατασταθούν, δοθέντος ότι κατά τη μορφή και το υλικό το πλοίο παραμένει ίδιο, άρα και κατά την υπόστασή του είναι το ίδιο με το αρχικό· ενώ κατά τη θεώρησή του ως προς τη χρήση και τον τελικό σκοπό, δοθέντος ότι πλέον το πλοίο είναι έκθεμα και δεν ταξιδεύει, το πλοίο είναι διαφορετικό κατά την υπόστασή του από το αρχικό, όπερ σημαίνει ότι, κατά τον Αριστοτέλη, το πλοίο, κατά τη φυσική του υπόσταση, είναι και ταυτόχρονα δεν είναι το ίδιο ! · πατέρας ο Αριστοτέλης της ορθοπολιτικής επιστημονικής κορεκτίλας και θεμελιωτής της επιστημονικής αυθεντίας που βασίζεται στη βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να εξηγήσει τον Κόσμο με οδηγό τις αισθήσεις του, αρνούμενος τη μεταφυσική και τη μαγεία, ο Αριστοτέλης είναι φιλοσοφικά νεκρός).

Μια άλλη προσέγγιση είναι η έννοια του κ ρ ί σ ι μ ο υ σ τ ο ι χ ε ί ο υ. Όσο αυτό δεν αντικαθίσταται το αντικείμενο παραμένει το ίδιο, αν αντικατασταθεί τότε το αντικείμενο αλλάζει, προσέγγιση η οποία είναι φιλοσοφικά ορθότερη δίχως, ωστόσο, κανείς να ορίσει αντικειμενικά αποδεκτά, ποιο το κρίσιμο στοιχείο για κάθε όν ξεχωριστά. Δοθέντος ότι το κρίσιμο στοιχείο για τα έμψυχα είναι αναντίρρητα η ψυχή (μπορεί κανένα από τα κύτταρά μας να είναι ίδιο με τα κύτταρά μας ως νεογνό, μπορεί σε τίποτε να μοιάζουμε στην όψη με τον εαυτό μας ως νεογνό, μπορεί ουδέν από, τις εμπειρίες μας, την αντίληψή μας, τη γνώση μας, το χαρακτήρα μας να παραμένουν ίδια με τον εαυτό μας ως νεογνό, εντούτοις παραμένουμε «ο ίδιος άνθρωπος» γιατί εξακολουθούμε να είμαστε “η ίδια ψυχή”), επομένως το ζήτημα τίθεται προς διερεύνηση ως προς τα άψυχα· ποιο είναι το κρίσιμο στοιχείο ενός πράγματος;

2) Λύση στο λογικό παράδοξο “το πλοίο τού Θησέα” δίνει ο Πλάτων, στην Πλάτωνος Βίβλο “Παρμενίδης” σε δύο μόλις γραμμές!

《οὐδὲ μὴν (τὸ ἓν) ταὐτόν γε οὔτε ἑτέρῳ οὔτε ἑαυτῷ ἔσται, οὐδ᾽ αὖ ἕτερον οὔτε αὑτοῦ οὔτε ἑτέρου ἂν εἴη.》·《οὔτε ἄρα ὅμοιον οὔτε ἀνόμοιον οὔθ᾽ ἑτέρῳ οὔτε ἑαυτῷ ἂν εἴη τὸ ἕν.》

《Και βεβαίως τὸ “ ἓν “, ως καθεαυτή υπόσταση, οὔτε ετέρου υπόταση έχει οὔτε του ἑαυτού του, και κατά τον ίδιο πάλι συλλογισμό, τὸ “ ἓν “ δεν είναι ἕτερον, οὔτε του ιδίου οὔτε ἑτέρου, δοθέντος ότι “ ἓν ” είναι. Οὔτε άρα τὸ “ ἓν “ ὅμοιον οὔτε ἀνόμοιον, οὔτε ἑτέρου οὔτε του ἑαυτού του, ἂν τὸ “ἕν” αληθώς ένα είναι. 》. Αναγόμενο το φιλοσοφικό αυτό σκεπτικό στο παράδοξο “το πλοίο τού Θησέα” η Πλατωνική θέση έχει ως εξής:

《Το πλοίο του Θησέα ως μοναδικότητα, οὔτε άλλου πλοίου υπόταση έχει οὔτε του ἑαυτού του, και κατά τον ίδιο πάλι συλλογισμό, τὸ πλοίο τού Θησέα δεν είναι “άλλο”, οὔτε του εαυτού του οὔτε άλλου, καθότι η μοναδικότητα (του πλοίου) νοείται αυστηρά ως μοναδικότητα· αν η μοναδικότητα (του πλοίου) έχει υπόσταση, για να είναι το πλοίο μοναδικό δεν μπορεί να είναι ούτε “άλλο”, ούτε το “είναι του”, γιατί τότε δεν είναι μοναδικό· το “πλοίο τού Θησέα” δεν μπορεί να έχει ούτε την υπόσταση του εαυτού του ούτε άλλου γιατί τότε δεν είναι μοναδικό.》

Το παραπάνω (Πλατωνικό) λογικό παράδοξο πάνω στο λογικό παράδοξο “το πλοίο τού Θησέα” (ότι το πλοίο δεν μπορεί να είναι ούτε το “είναι του” γιατί τότε δεν είναι μοναδικό), οφείλεται στην ατελή αντίληψή μας περί της καθεαυτής ουσίας των πραγμάτων, η οποία οφείλεται στην αδυναμία του είδους μας να προσλάβει την καθεαυτή πραγματικότητα. Το παραπάνω λογικό παράδοξο στο λογικό παράδοξο “το πλοίο τού Θησέα” βρίσκει λογική απάντηση στις Πλατωνικές “Ιδέες“· άλλη η μεταφυσική υπόσταση της Ιδέας “πλοίο τού Θησέα” και άλλη η υπόσταση του υλικού αντικειμένου “πλοίο τού Θησέα” (το οποίο είναι φορέας τής Ιδέας του στο αισθητό πεδίο). Η Ιδέα “πλοίο τού Θησέα” κείται στο πεδίο τού υπερφυσικού, παντελώς εκτός του αισθητηριακού μας αντιληπτικού πεδίου που αντιλαμβανόμαστε με τις (αδύναμες) αισθήσεις μας – αντίθετα, η υλική υπόσταση του αντικειμένου “πλοίο τού Θησέα” κείται εντός του ατελούς αντιληπτικού πεδίου μας · και επειδή οι αισθήσεις μας είναι ατελείς, γι’αυτό και το λογικό παράδοξο που η ανθρώπινη νόηση αδυνατεί να απαντήσει : “Αν στο πλοίο τού Θησέα αντικατασταθούν σταδιακά όλα του τα μέρη το πλοίο παραμένει το ίδιο; Αν δεν παραμένει το ίδιο, πότε παύει να είναι ίδιο, στην αντικατάσταση του πρώτου ξύλου, του εκατοστού, του χιλιοστού ; Και αν με τα παλιά ξύλα φτιάξουμε ένα νέο πλοίο, ποιο από τα δύο είναι το πλοίο τού Θησέα ; “.

Βλέπουμε λοιπόν ότι λογική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δίνουν μόνο οι Πλατωνικές Ιδέες. Το “πλοίο τού Θησέα” είναι Ιδέα, κείται στο υπερβατικό πεδίο, ενώ η μοναδικότητα (του πλοίου) έγκειται στην καθεαυτή υπόσταση της Ιδέας “πλοίο τού Θησέα” που είναι άλλη από την υλική υπόστασή του εαυτού του· η Ιδέα “πλοίο τού Θησέα” κάνει το πλοίο μοναδικό και, ως τέτοιο, δεν μπορεί να έχει ούτε την υπόσταση του (υλικού) εαυτού του, ούτε άλλου, γιατί τότε δεν είναι μοναδικό.

Η Ιδέα “πλοίο τού Θησέα” είναι “σύνθεση νοημάτων”, παντελώς ξένη με την υλική υπόσταση του αντικειμένου “πλοίο τού Θησέα” το οποίο, βάσει των υπερφυσικών νοημάτων που εμπεριέχονται στην Ιδέα του, υπηρετεί τον πεπρωμένο σκοπό για τον οποίο προορίστηκε από την Ειμαρμένη.